Αναμνήσεις ενός Βιβλιο-μαγεμένου παιδιού
Ο όρος φιλαναγνώστης μου πέφτει πολύ comme il faut. Το βιβλιολάτρης μου θυμίζει τον ειδωλολάτρη. Βιβλιόφιλος ήπιο, βιβλιομανής πολλή εξάρτηση, που ισχύει μεν αλλά χάνει οτιδήποτε από τη μαγεία και το χάσιμο της ανάγνωσης. Το βιβλιοπαρμένος θα ήταν μια κάποια λύσις αλλά στερείται της Νεραϊδόσκονης.
Το Βιβλιο-μαγεμένος ακούγεται πιο ονειρικό και θυμίζει πολύ έντονα το συναίσθημα και όχι απλά την πράξη της ανάγνωσης. Δεκτές και άλλες προτάσεις.
Τα βιβλία τα αγαπάω από μικρούλα.
Τα σχολικά, έμοιαζαν ωραία και πολλά υποσχόμενα στην αρχή κάθε χρονιάς, αλλά η γοητεία τους ξεφούσκωνε πολύ γρήγορα. Για όλα τα άλλα, τα ‘εξωσχολικά’ τρελαινόμουν όλο το χρόνο και δεν έχαναν ποτέ την αίγλη τους (καλά υπερβολή, μια κάμψη υπήρξε στο λύκειο και στα φοιτητικά χρόνια).
Μου αρέσει πως μυρίζουν τα βιβλία, πως στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο στο ράφι, πως ξαπλώνουν στο τραπέζι δίπλα στον καφέ. Όταν τα μεταφέρω νομίζω ότι σχεδόν τα αγκαλιάζω και όταν τα ξανανοίγω μετά από χρόνια, νιώθω σα να συναντάω έναν παλιό φίλο που έχουμε μοιραστεί κάτι μαζί. Μου αρέσουν οι υποσχέσεις που μου δίνουν όταν τα διαλέγω και μόλις φτάσω στο τέλος, γυρίζω ξανά στην πρώτη σελίδα και γράφω το όνομά μου και την ημερομηνία για να είναι για πάντα δικά μου. Ξέρω κτητικό!
Ακριβώς για αυτό, bookcrossing δεν μπορώ να κάνω. Να αφήσω δηλαδή ένα δικό μου βιβλίο κάπου έξω, στο δρόμο, να το βρει κάποιος, να το μαζέψει, να το διαβάσει, να το ξαναφήσει και αυτό να συνεχίζει να αλλάζει χέρια. Εδώ και τα βιβλία που δανείζομαι και μου αρέσουν πολύ τα θέλω στη βιβλιοθήκη μου, όχι να δώσω και τα δικά μου (Άκη & Αθηνά, αλήθεια θα σας τα επιστρέψω). Παρόλη όμως την αδυναμία μου, βρίσκω φανταστικά γοητευτικό αυτό το ταξίδι. Αν έπεφτα επάνω σε ένα βιβλίο bookcrossing θα τρελαινόμουν στην ιδέα να παρακολουθήσω την πορεία του. Αν δε, έβρισκα και προσωπικό μήνυμα μέσα? Ε! μπορεί και να χοροπηδούσα λίγο.
Το έχω ήδη σκεφτεί … περπατάω κάπως βαριά, με έννοιες (δεν ξέρω τι έννοιες, αυτό δεν το έχω προσδιορίσει) μια μουντή ημέρα από αυτές τις ούτε κρύο ούτε ζέστη που σου φέρνουν ένα κενό, στo γκρι κέντρο της Αθήνας (πόσο κλισέ!) και ξαφνικά το βλέπω επάνω σε ένα παγκάκι δίπλα σε παρτέρι, με ένα άγαλμα και ένα δέντρο (άγαλμα = γυναικεία προτομή αλλά είπα μη σας πεθάνω στις λεπτομέρειες). Λάμπουν τα μάτια μου, χτυπάει η καρδιά μου, μου φτιάχνει η μέρα (κλείνει η μελαγχολική μουσική – τελειώνει το έργο). Όχι μόνο δεν αφήνω τα δικά μου βιβλία δηλαδή … θέλω να βρω κιόλας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι πάντως ίσως θα μπορούσα να αφήσω ελεύθερα τα βιβλία που δεν έγιναν τελικά και τόσο αγαπημένα μου. Αφού δεν ήταν για εμένα ίσως να είναι για κάποιον άλλον.
Από μικρή, κάθε φορά που ξεκινούσα ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ, χωνόμουν στην ιστορία, ένιωθα τους ήρωες, συνδεόμουν μαζί τους, γινόμουν λίγο από αυτούς και έπρεπε να δω τι θα τους συμβεί τελικά. Ίσως γι’ αυτό καμιά φορά, έκανα skip κάτι ατελείωτες περιγραφές τοπίων. Ίσως για αυτό, εκεί κατά τη μέση του βιβλίου ή την κορύφωση της πλοκής, να έκλεβα πάντα λίγο από τις τελευταίες σελίδες. Για να μπορέσω να αφεθώ πιο ξέγνοιαστα στο ταξίδι, για να διαβάσω πιο χαλαρά, για να προσέξω καλύτερα τη λεπτομέρεια και να βρω τα σημάδια της προοικονομίας (γενικά λατρεύω τα spoilers).
Όταν τελείωνε, μου έμενε πάντα ένα κενό, μια λύπη ακόμη και αν όλα είχαν πάει καλά. Ήταν κάτι σαν αποχωρισμός. Έπιανα το επόμενο βιβλίο με μια αίσθηση προδοσίας για τους προηγούμενους ήρωες μέχρι να ξαναμπώ στην καινούρια ατμόσφαιρα. Μετά από καιρό ξαναγύρναγα, ξαναδιάβαζα και το παλιό μου φαινόταν σαν καινούριο. Οικείο καινούριο, feels like home, ειδικά όταν ανάμεσα στις σελίδες έβρισκα καμιά φορά ξεχασμένα σημειώματα, αυτοσχέδιους σελιδοδείκτες, εισιτήρια ή λίγη άμμο να μου θυμίζει κάποιο μακρινό καλοκαίρι. Και πάντα είχα τον ίδιο ενθουσιασμό. Γιατί το ίδιο βιβλίο παρόλο που πάντα θα μου έδινε το ίδιο συναίσθημα, στα ίδια ακριβώς σημεία, με το ξαναδιάβασμα όλο και καμιά καινούρια σκέψη μπορεί να ερχόταν, κάτι που δεν είχα προσέξει την άλλη φορά, ένα connection που δεν είχα κάνει, μια διαφορετική ερμηνεία ή μια καινούρια έμπνευση για εμένα.
Όλα αυτά τα χρόνια η σχέση μου με τα βιβλία δεν έχει αλλάξει πολύ (εκτός είπαμε από κάτι κραδασμούς στην εφηβεία και τη μετεφηβεία και στην μετε-μετε-εφηβεία). Αυτό που έχει αλλάξει όμως είναι ο διαθέσιμος μου χρόνος και δεν μπορώ να διαβάζω, πόσο μάλλον να ξαναδιαβάζω αγαπημένα βιβλία όσο θα ήθελα. Αν μπορούσες να μου χαρίσεις μια σούπερ δύναμη θα ήθελα να ήταν αυτή που μπορείς να διαβάσεις ένα βιβλίο με το που το βλέπεις (σαν το κοριτσάκι στη σειρά Heroes).
Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι άρχιζε “Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό μικρούτσικο αστεράκι …” νομίζω της Ευγενία Φακίνου αλλά ίσως τo μπερδεύω και με το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου.
Αγάπησα και χιλιοδιάβασα “Το βιβλίο της Ιστορίας” και “Το βιβλίο των Ταξιδιών”, τα οποία ψάχνω στην αποθήκη αλλά δεν τα βρίσκω. Aκόμη θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε κάνει ο Ερρίκος ο 8ος (ο μπαμπάς της Ελισάβετ Α’). Κάθε φορά που διάβαζα την ιστορία του, αναρωτιόμουν τι τις ήθελε τόσες γυναίκες και γιατί έπρεπε να αποκεφαλίσει τη μια (τελικά το έμαθα στη σειρά Tudors).
Στο βιβλίο των ταξιδιών μου άρεσαν όλες οι χώρες και ονειρευόμουν ότι κάποτε θα ταξιδέψω παντού. Ήθελα να πάω στα νησιά του Πάσχα αλλά τελικά ετοίμασα ένα γράμμα για το “Πές το και θα γίνει” της Τζοβάνας Φραγκούλη που της ζητούσα να πάω στην Αίγυπτο. Μικρή λεπτομέρεια που μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή… δεν θυμάμαι αν το ταχυδρόμησα τελικά. Και στην Αίγυπτο δεν πήγα ποτέ. Το γιατί δεν διάβαζα με το ίδιο ενδιαφέρον την Ιστορία και τη Γεωγραφία στο σχολείο είναι απορίας άξιο.
Τα καλοκαίρια, εκείνα τα ατελείωτα μεσημέρια στο χωριό του μπαμπά μου, που περιμέναμε να χτυπήσει 6 φορές η καμπάνα για να ξαμοληθούμε και να κάνουμε φασαρία διάβαζα τον θησαυρό της Βαγίας, το Καπλάνι της βιτρίνας που έχω ακόμη, το Ψέμα, το μεγάλο περίπατο του Πέτρου, τους Νικητές κ.α. Όταν μεγάλη έμαθα ότι η Άλκη Ζέη με τη Ζωρζ Σαρρή ήταν φίλες το βρήκα τόσο ταιριαστό. Ήταν οι αγαπημένες μου και οι ιστορίες τους μου έβγαζαν πάντα το ίδιο συναίσθημα, έπρεπε να το είχα καταλάβει.
Όταν πήγαινα στα Χανιά στον άλλο μου παππού, μου μάθαινε αρχαία (Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος και Χρόνου Φείδου) και διάβαζα κάτι από τη βιβλιοθήκη του. Συνήθως το Γεροστάθη (1858 μ.Χ.) και ένα τόμο Διάπλαση των Παίδων , πρόσφατα πράγματα δηλαδή. Είναι αυτός ο παππούς – ο παππούς μου ο Γιώργος που με έμαθε να τα σέβομαι τα βιβλία. Να τα διαβάζω και να τα αφήνω σαν καινούρια. Να μην τα ανοίγω πολύ, να μην ξεχειλώνει η ράχη (για χρόνια τα διάβαζα μισάνοιχτα). Εννοείται ότι το τσάκισμα της σελίδας ισοδυναμούσε με ιεροσυλία. Και ήμουν πολύ περήφανη για όλο αυτό.
Τώρα όμως που μεγάλωσα και που άδειασε το σπίτι του παππού και η βιβλιοθήκη του και είδα βιβλία σαν καινούρια, σκέφτηκα ότι ίσως να ήθελα να είχα βρει σημειώσεις, θα ήθελα να ήξερα σε ποιές σελίδες είχε σταθεί περισσότερο. Και αποφάσισα από τώρα και μετά να υπογραμμίζω, να τσακίζω και γιατί όχι να κρατάω και καμιά σημείωση. Δεν μου βγαίνει αυθόρμητα αλλά προσπαθώ που και που. Κάθε φορά που τσακίζω τη σελίδα νομίζω νιώθω ένα τσίμπημα σα να το πληγώνω και κάθε φορά που θέλω να σημειώσω έχω ένα κράτημα να ξεπεράσω και ένα δίλημμα να απαντήσω. Στυλό ή μολύβι? Στυλό θα μείνει – Μολύβι θα φύγει αν το μετανιώσω.
Στην τετάρτη δημοτικού οι γονείς μου, αγόρασαν εγκυκλοπαίδεια. Οι τόμοι Αρχαιότητα και Βιογραφίες ήταν πάντα στο κομοδίνο μου. Κάθε βράδυ διάβαζα από το Α ως το Ω και όταν τελείωνα ξανά από την αρχή. Όταν μέσα στις ιστορίες μπλεκόταν ήρωες από άλλο γράμμα που είχα διαβάσει πιο πριν, ένιωθα ένα σκίρτημα. Όταν η βιογραφία του ενός συναντούσε τη βιογραφία κάποιου από προηγούμενο γράμμα τότε αισθανόμουν ότι συμπλήρωνα το παζλ της ζωής τους. Κάπως έτσι έμαθα ότι η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η πρώτη γυναίκα του Καζαντζάκη είναι αδελφή της Έλλης Αλεξίου και άλλα πολλά που δεν μου έρχονται τώρα. Θα μου πεις είναι σημαντικό αυτό ? Ναι είναι σημαντικό γιατί κάπως έτσι όλοι αυτοί οι μεγάλοι, οι σπουδαίοι έπαιρναν στα μάτια μου υπόσταση. Το μόνο που θυμάμαι ότι με στεναχωρούσε πολύ ήταν που ήταν όλοι ήδη πεθαμένοι και φοβόμουν μήπως οι σπουδαίοι τελειώσανε. Μάθαινα όμως από τι πάστα ήταν φτιαγμένοι για να γίνουν αυτό που έγιναν (νόμιζα δηλαδή) και με έπειθαν ότι υπήρξαν πραγματικά, ότι δεν ήταν και αυτοί ήρωες βιβλίων. Γινόταν αληθινοί. Και μέσα από τις συνδέσεις που έκανα στο μυαλό μου και τις χρονολογίες μάθαινα και ιστορία. Τι έγινε, πότε έγινε και τι προκάλεσε αυτό στις ζωές ανθρώπων, οι οποίοι στην τελική ήταν απλά άνθρωποι με συναισθήματα και αδυναμίες. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να ήμουν πολύ απλά μια κουτσομπόλα της ιστορίας.
Κατά την πέμπτη δημοτικού οι γονείς μου κατάλαβαν ότι αυτό το παιδί καλύτερα να το ντύνεις παρά να του παίρνεις βιβλία και με έγραψαν σε μια παιδική βιβλιοθήκη (Βαφοπούλειο-Θεσσαλονίκη). Ήταν μαγική η αίσθηση όταν μπήκα για πρώτη φορά σε ένα χώρο τόσο ήσυχο, τόσο ζεστό με μια μυρωδιά χαρτιού που σε έκανε να νομίσεις ότι η γη σταμάτησε να γυρίζει, ο χρόνος πάγωσε και όλος ο κόσμος βρισκόταν εκεί. Και όλα αυτά τα βιβλία γύρω, να μην ξέρεις τι να πρωτοδιαβάσεις. Πόσα βιβλία? Πόσα πιο πολλά από τα δικά μου που τακτοποιούσα σε κούτες Νουνού, τη μια πάνω στην άλλη και τις οποίες έντυνα με χαρτί περιτυλίγματος για να είναι όμορφες (μαμά εκεί στις κούτες, πίσω από το χώρο που άφηναν τα βιβλία όταν τα ευθυγράμμιζα έξω έξω, έκρυβα και τα ημερολόγια).
Στη βιβλιοθήκη, θυμάμαι ακόμη το καρτελάκι μέσα σε κάθε βιβλίο και το κλακ κλακ της σφραγίδας με την ημερομηνία επιστροφής. Θυμάμαι και την αγάπη, την ευθύνη και την περηφάνια που αισθανόμουν για κάθε ένα βιβλίο που έπαιρνα σπίτι. Από τα τόσα βιβλία που δανείστηκα εκείνη τη χρονιά ένα μου έχει μείνει ξεκάθαρα, ίσως γιατί ήταν η πρώτη φορά που διάβαζα κάτι τέτοιο. Ένα παιδικό βιβλίο μαγειρικής με αγαπημένη μου συνταγή τα τυρομπαλάκια. Ίσως μου έμεινε γιατί πάντρεψε 3 αγάπες μου τα βιβλία, τη μαγειρική και το τυρί.
Και εκεί στην έκτη, για να κλείσει η αναπόληση διάβασα τα παλάτια της Κνωσού του Καζαντζάκη, με love story Θησέα-Αριάδνης και ενθουσιάστηκα που δεν ήταν απλά ιστορικό μυθιστόρημα αλλά που οι ίδιοι γνωστοί ήρωες μπλεκόταν σε περιπέτειες και είχαν συναισθήματα. Πρόσφατα μου το βρήκε ένας φίλος και μου άρεσε πάρα πολύ που το ξαναδιάβασα μετά από τόσα χρόνια.
Μερικές φορές κάθομαι και αναρωτιέμαι που πήγε όλη αυτή η γνώση. Πολλές φορές συναντάω κάτι που ξέρω ότι κάπου το έχω διαβάσει αλλά δεν φαίνεται να μπορώ να το ανασύρω από κανένα κουτάκι του μυαλού μου. Πολλές φορές νιώθω ότι με ένα βιβλίο είχα ένα μεγάλο δέσιμο και ας μην θυμάμαι τι έλεγε πια.
Αυτό που έχω κρατήσει όμως είναι η αίσθηση ότι σταματάει ο χωροχρόνος όταν μπαίνω σε βιβλιοπωλείο. Και είναι αλήθεια ότι το νιώθω ακόμη πιο έντονο σε παιδικά βιβλιοπωλεία. Σαν κάτι να ξυπνάει μέσα μου, κάτι από πολύ παλιά. Κάτι σαν να γυρίζω πίσω. Και διαλέγω πάντα όλα εκείνα τα βιβλία που θα ήθελα να υπήρχαν όταν ήμουν μικρή.
Έτσι μέσα στην παιδική μας βιβλιοθήκη έχω και εγώ μια μικρή συλλογή. Μια συλλογή που χαίρομαι να τους διαβάζω και ας ξέρουν να διαβάζουν. Και που χαίρονται και εκείνα όταν τους τη διαβάζω ίσως γιατί το κάνω λίγο πιο πολύ μέσα από την καρδιά μου, με περισσότερο χρώμα από ότι με άλλα παιδικά βιβλία (σας έχω πει ότι στην Πέμπτη έχω κερδίσει διαγωνισμό ανάγνωσης στη Θεσσαλονίκη? που κανείς δεν φαίνεται να θυμάται ότι υπήρχε εκτός από εμένα που κέρδισα?).
Και δεν τους διαβάζω βιβλία πριν ξαπλώσουμε το βράδυ … γιατί ξέρω ότι αν διαβάζεις πριν κοιμηθείς απλά δεν μπορείς να κοιμηθείς, γιατί θέλεις να ξέρεις τι θα γίνει μετά.