Κάποτε στη Σαλονίκη
Να είμαι αλλού γενικώς.
Γι’αυτό αγαπώ τα ιστορικά μυθιστορήματα.
Μου αρέσει η Ιστορία όπως γίνεται ανάγλυφη μέσα από χαρακτήρες. Μακρινά γεγονότα, απρόσωπα, λες και έχουν συμβεί σε ανθρώπους φτιαγμένους από άλλο υλικό, ζωντανεύουν, αποκτούν νόημα και εσύ μπορείς να τα ζήσεις για λίγο σαν να ήσουν εκεί.Μπορεί το ιστορικό μυθιστόρημα να μην είναι Ιστορία αλλά μια υποκειμενική ματιά πάνω σε αυτήν, σου επιτρέπει όμως να έρθεις πιο κοντά σε αυτά που προ-υπήρξαν. Αφορμή για να ψάξεις και να μάθεις. Σε ένα καλό ιστορικό μυθιστόρημα με προσεκτική έρευνα, πλοκή που έχει δέσει και λόγο που κυλάει μπορεί και να θέλεις απλά να αφεθείς.Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και το ‘Κάποτε στη Σαλονίκη΄ της Μεταξίας Κράλλη.
Αναφέρεται στην εποχή του μεσοπολέμου και του πολέμου, αφήνοντάς μας στο τέλος του με το ένα μάτι στον εμφύλιο. Επίκεντρο η Θεσσαλονίκη, πλαισιωμένη από όλα τα σημαντικά γεγονότα που την επηρέασαν και έφεραν λαούς διαφορετικούς τόσο κοντά, δίνοντας το γοητευτικό της χαρακτήρα.Στο ταξίδι, μας οδηγούν η Χριστίνα, ο Αλμπέρτο και ο έρωτάς τους.
Συνοδεύουν ο Μπενίκο και η Νινόν, ο Αστέρης και η Ρούλα.
Ξεπερνώντας το χάσμα της θρησκείας, της τάξης και της οικονομικής κατάστασης, μας δίνουν το στίγμα της εποχής και της περιοχής.Γύρω τους, υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες διαλεγμένοι και αντιπροσωπευτικοί. Συναντάς τους διαφορετικούς, τους ανατρεπτικούς αλλά και τους all time classic. Αυτούς που βολεύονται σε κάθε κατάσταση, αυτούς που εκμεταλλεύονται την κάθε κατάσταση. Αυτούς που βοηθούν αθόρυβα και αυτούς που κάνουν τα στραβά μάτια (είτε γιατί δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, είτε γιατί δεν θέλουν).Οι προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων δένουν με την Ιστορία. Μέσα από την πορεία τους χτίζεται σιγά-σιγά όλη η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι συνήθειες, οι αντιλήψεις, οι παραδόσεις και οι αγκυλώσεις της εποχής. Τα χρόνια περνάνε, τα γεγονότα τρέχουν και οι χαρακτήρες εξελίσσονται, αλλάζουν, προσαρμόζονται, επηρεάζουν και επηρεάζονται.Ανοίγοντας το βιβλίο, στάθηκα στην Εισαγωγή όπου η συγγραφέας περιγράφει πως γεννήθηκε και ωρίμασε η ιδέα μέσα της. Ίσως στάθηκα γιατί μου αρέσουν οι προσωπικές πινελιές (blogger είμαι άλλωστε). Ίσως πάλι στάθηκα γιατί οι ιδέες ακολουθούν μεγάλα ταξίδια, περνάνε πολλά κύματα και καμιά φορά χάνονται. Θαυμάζω τις ιδέες που βρίσκουν ώριμες το δρόμο τους. Ειδικά εκείνες που ξεκινάνε με το “Θυμάμαι … ένα βράδυ. . .”
Νομίζω ότι οι δημιουργικοί άνθρωποι είναι πολύ κοντά με τις αναμνήσεις τους και τα βιώματά τους και είναι μαγικό πως σπόροι που φυτεύονται μέσα από τυχαία γεγονότα, περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να μετασχηματιστούν σε κάτι. Όπως έχω ξαναπεί βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την διαδικασία της έμπνευσης που οδηγεί στη δημιουργία.Το βιβλίο ξεκινάει ήρεμα, περιγραφικά και σε τοποθετεί στην εποχή. Γνωρίζεις τους χαρακτήρες, σιγά σιγά τους κάνεις δικούς σου, και εκεί που αρχίζει και σε ρουφάει είναι παραμονές του πολέμου.
Πέρα από το κεντρικό love story, πολύ μου τράβηξε το ενδιαφέρον το ζευγάρι Αστέρης – Ρούλα. Ίσως γιατί με μια προέκταση βρίσκω ότι είναι και το πιο κοντινό στη ζωή. Γιατί η ζωή κατά κύριο λόγο δεν είναι φτιαγμένη από μεγάλους ήρωες, αλλά από καθημερινούς ανθρώπους και όπως αναφέρεται σε κάποιο σημείο
Κάτι άλλο που με ακούμπησε είναι η περιγραφή της σταδιακής διάλυσης της εβραϊκής κοινότητας. Περιγράφεται πάρα πολύ ωραία πως αλλάζει το κλίμα και η στάση των ανθρώπων, σε σχέση με τα γεγονότα μέχρι να φτάσει στο δράμα. Πως οι διπλανοί γίνονται επιφυλακτικοί, μπορεί εχθροί και πως η επιβίωση, ξεπερνάει μερικές φορές κάθε έννοια ανθρωπιάς. Αναρωτιέμαι τι σκέφτηκε ανθρώπινος νους, σε ποια έκταση, και πως συνέβαλαν (εκούσια ή ακούσια) τόσοι άνθρωποι. Πάντα ασύλληπτο.
Κλείνοντας το βιβλίο έχει τελειώσει ο πόλεμος και ο καθένας μαζεύει τα κομμάτια του. Αναφέρεται λοιπόν σε κάποιους ανθρώπους παντός καιρού, που είναι πάλι στα πράγματα, ενώ αθόρυβοι ήρωες παραμερίζονται και μειώνεται η αξία και η προσφορά τους. Πόση ιστορική αλήθεια σε μια μικρή γωνίτσα ενός βιβλίου.
Τρομάζω γιατί σκέφτομαι ότι είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι, φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά, όπου στις ίδιες συνθήκες, θα αντιδρούσαμε τελικά, μαζικά με τον ίδιο τρόπο. Αυτό έχει δείξει η ιστορία. Αν δεν ήταν έτσι, τα κείμενα των αρχαίων δεν θα ήταν επίκαιρα μέχρι σήμερα και δεν θα υπήρχε η φράση “Η ιστορία επαναλαμβάνεται”.